- καλόβραστος
- η , ο разваристый; варкий (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλόβραστος — η, ο αυτός που βράζει εύκολα και γρήγορα, ο βραστερός … Dictionary of Greek
καλόβραστος — η, ο αυτός που εύκολα βράζει: Το κρέας αυτό είναι καλόβραστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλόβραστος — η, ο [καλόβραστος] 1. (φαγητό) που δεν έβρασε αρκετά 2. αυτός που βράζει δύσκολα «ακαλόβραστα όσπρια» … Dictionary of Greek
ευκολόβραστος — η, ο (για τρόφιμα) αυτός που βράζει εύκολα, ο καλόβραστος … Dictionary of Greek
εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… … Dictionary of Greek